διώξῃ

διώξῃ
διώξηι , δίωξις
chase
fem dat sg (epic)
διώκω
cause to run
aor subj mid 2nd sg
διώκω
cause to run
aor subj act 3rd sg
διώκω
cause to run
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δίωξη — Η διενέργεια ανακριτικών πράξεων εναντίον ενός προσώπου. Στη νομική έννοια της δ., διακρίνουμε την ποινική και την πειθαρχική. ποινική δ.Αφορά τους δράστες των παραβάσεων των ποινικών νόμων. Ασκείται στο όνομα της πολιτείας από τον εισαγγελέα των …   Dictionary of Greek

  • δίωξη — η 1. καταδίωξη, κυνηγητό, κατατρεγμός. 2. (νομ.), το σύνολο των δικαστικών ενεργειών εναντίον εκείνου που διέπραξε αδίκημα: Ο εισαγγελέας άσκησε αυτεπάγγελτη δίωξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποινικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποινή, η οποία επιβάλλεται για κολάσιμη πράξη 2. (ειδικά) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα αδικήματα για τα οποία επιβάλλονται ποινές από τα δικαστήρια 3. το αρσ. ως ουσ. ο ποινικός ο κρατούμενος στη …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • έγκληση — Η έκφραση της θέλησης για την εκδίωξη μιας αξιόποινης πράξης. Για τον σκοπό αυτό γίνεται προσφυγή στην αρμόδια δημόσια αρχή (αστυνομία, εισαγγελέα) από τον παθόντα. Υπάρχουν αξιόποινες πράξεις οι οποίες προσβάλλουν τα συγκεκριμένα άτομα,… …   Dictionary of Greek

  • ακτοφυλακή — Σύνολο μονάδων και υπηρεσιών, κατά κύριο λόγο ναυτικών, στις οποίες ορισμένα κράτη έχουν αναθέσει ποικίλα καθήκοντα, τα οποία πρέπει να εκτελούνται στις παράκτιες ζώνες και αφορούν την παροχή βοήθειας σε πλοία και αεροπλάνα, διάσωση ναυαγών,… …   Dictionary of Greek

  • αυτεπάγγελτος — η, ο (AM αὐτεπάγγελτος, ον) αυτός που κάνει κάτι από μόνος του ή από δική του προαίρεση νεοελλ. φρ. «αυτεπάγγελτη δίωξη» η ποινική δίωξη που κινείται εξ επαγγέλματος από τον εισαγγελέα όταν μάθει ότι έγινε κάποια αξιόποινη πράξη αρχ. απρόσκλητος …   Dictionary of Greek

  • βουλευτής — Πρόσωπο που εκλέγεται ως αντιπρόσωπος του λαού και μετέχει στο κοινοβούλιο. Την ονομασία αυτή συναντούμε ήδη στους ομηρικούς χρόνους, οπότε τα μέλη της βουλής, της σύναξης δηλαδή των προεστών που συναποφάσιζαν μαζί με τον βασιλιά για διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • διωκτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διώκτη ή στη δίωξη, ο κατάλληλος για δίωξη («διωκτικές αρχές») …   Dictionary of Greek

  • ιεραρχία — (Νομ.). Θεσμός του διοικητικού δικαίου, βάσει του οποίου είναι οργανωμένο το συγκεντρωτικό διοικητικό σύστημα. Πρόκειται για την οργάνωση των υπηρεσιών κατά βαθμίδες για το προσωπικό, με τέτοιον τρόπο ώστε οι υφιστάμενοι να ασκούν τα καθήκοντά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”